Αρχές και διάρθρωση του Δικονομικού Μέρος του ΣΠΚ

3969

Α. Οι βασικές αρχές του δικονομικού μέρους του ΣΠΚ

Το Δεύτερο Βιβλίο του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, δηλαδή το δικονομικό του μέρος, χωρίζεται σε επτά κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο σχετίζεται με τα δικαστήρια και τα δικαστικά πρόσωπα, το δεύτερο με τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων, το τρίτο με την προδικασία, το τέταρτο με τα ένδικα μέσα, το πέμπτο με την εφαρμογή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και την αντιστοιχία όρων αυτού και του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, το έκτο με τα στρατιωτικά Δικαστήρια σε πολεμική περίοδο και το έβδομο με τη διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών Δικαστηρίων σε πολεμική περίοδο. Οι βασικές αρχές που διέπουν το δικονομικό μέρος του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα είναι οι εξής:

α. Η ποινική δικαιοσύνη στο στρατό απονέμεται από τα στρατιωτικά δικαστήρια (πρωτοβάθμια: Στρατοδικεία, Ναυτοδικεία, Αεροδικεία, δευτεροβάθμιο: Αναθεωρητικό δικαστήριο)[1] και τον Άρειο Πάγο.

β. Καθιερώνονται οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα της Ελλάδος εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των μελών του δικαστικού σώματος των ένοπλων δυνάμεων (στρατιωτικών δικαστών και αναθεωρητών).

γ. Τα στρατιωτικά δικαστήρια (πρωτοβάθμια) συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από στρατιωτικούς δικαστές (μέλη του Δικαστικού Σώματος των Ένοπλων Δυνάμεων)[2] αλλά και στρατοδίκες (Αξιωματικούς των τριών κλάδων των Ένοπλων Δυνάμεων που ορίζονται για κάθε δικάσιμο με κλήρωση), ενώ το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, συγκροτείται μόνο από μέλη του Δικαστικού Σώματος των Ένοπλων Δυνάμεων, που ονομάζονται Αναθεωρητές.

δ. Επιβάλλεται η αρχή της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας των αποφάσεων των στρατιωτικών δικαστηρίων.

ε. Η δικαιοδοσία των στρατιωτικών Δικαστηρίων είναι καθαρώς ποινική. Ισχύει σε αυτά πλήρως ο θεσμός της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

στ. Στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών Δικαστηρίων είτε σε ειρηνική είτε σε πολεμική περίοδο υπάγονται για όλες τις αξιόποινες πράξεις τους, μόνον όσοι έχουν την ιδιότητα του στρατιωτικού[3] κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου. Προβλέπονται βέβαια διατάξεις περί συμμετοχής στο έγκλημα στρατιωτικών και ιδιωτών, οπότε στην περίπτωση αυτή οι συμμέτοχοι σε μη στρατιωτικό έγκλημα δικάζονται από τα κοινά ποινικά Δικαστήρια άλλως αν το έγκλημα είναι στρατιωτικό τότε ο ιδιώτης θα δικαστεί από τα κοινά ποινικά δικαστήρια και ο στρατιωτικός από τα στρατοδικεία. Σε καμία περίπτωση τα στρατιωτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία με κατηγορούμενο ιδιώτη, με την έννοια ότι εάν ιδιώτης τελέσει έγκλημα αναφερόμενο στο Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα,[4] θα δικαστεί μεν σύμφωνα με τις διατάξεις του, από τα αρμόδια γι’ αυτόν όμως κοινά ποινικά δικαστήρια.

ζ. Η διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών Δικαστηρίων είναι πλήρως προσαρμοσμένη με την διαδικασία ενώπιον των κοινών ποινικών δικαστηρίων. Η κίνηση και η άσκηση της ποινικής διώξεως ανήκει στον στρατιωτικό Εισαγγελέα, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Β. Τα επιμέρους κεφάλαια του δικονομικού μέρους του ΣΠΚ

Στο Πρώτο Κεφάλαιο του δικονομικού μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, ρυθμίζονται τα σχετικά με τα δικαστήρια και τα δικαστικά πρόσωπα που συνθέτουν τη στρατιωτική Δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 167 ΣΠΚ, το οποίο είναι το πρώτο άρθρο του πρώτου κεφαλαίου του δικονομικού μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, ορίζεται ότι η ποινική δικαιοσύνη στο στρατό απονέμεται από τα στρατιωτικά δικαστήρια και τον Άρειο Πάγο. Στο άρθρο αυτό του ΣΠΚ, περιλαμβάνονται δύο από τις βασικές επιταγές του άρθρου 96 παρ. 5 του Συντάγματος, που είναι: α) η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των στρατιωτικών δικαστών (και Αναθεωρητών) και β) η αιτιολόγηση των αποφάσεων των στρατιωτικών Δικαστηρίων.

Στη συνέχεια, προβλέπεται ότι στη χώρα λειτουργούν πέντε Στρατοδικεία, δύο Ναυτοδικεία, τρία Αεροδικεία και ένα Αναθεωρητικό Δικαστήριο, η ίδρυση και κατάργηση των οποίων, όπως και κάθε άλλη μεταβολή, ρυθμίζονται κάθε φορά με προεδρικό διάταγμα (άρθρο 168 ΣΠΚ). Με προεδρικό διάταγμα, επίσης, ορίζεται ότι ένα Στρατοδικείο μπορεί να λειτουργεί συγχρόνως και ως Δικαστήριο άλλου κλάδου των Ενόπλων Δυνάμεων, εάν, βέβαια, στην περιφέρειά του υπηρετούν στρατιωτικοί του κλάδου αυτού. Τα Στρατοδικεία, Αεροδικεία και Ναυτοδικεία είναι βέβαια δικαστήρια που δικάζουν σε πρώτο βαθμό, αποτελούν δηλαδή τα πρωτοβάθμια δικαστήρια της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Με γενική διάταξη του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (άρθρο 5 παρ. 1 ιγ΄ ΣΠΚ) ορίζεται πως με τον όρο «στρατοδικείο» νοείται και το Ναυτοδικείο και το Αεροδικείο, για να αποφεύγεται η συχνή χρήση και η επανάληψη των όρων αυτών. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, δικάζει ως δικαστήριο ουσίας σε δεύτερο βαθμό (δευτεροβάθμιο δικαστήριο), αλλά και ως ακυρωτικό δικαστήριο όταν δικάζει το ένδικο μέσο της αναθεωρήσεως. Λειτουργεί κατά κανόνα στην Αθήνα, μπορεί όμως να χωριστεί σε τμήματα, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας.[5]

Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο συγκροτείται αποκλειστικά από μέλη του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων που φέρουν τον βαθμό του Αναθεωρητή. Με το ΠΔ 83/1997 (ΦΕΚ Α΄ 72/14-5-1997) ιδρύθηκε ένα ακόμη Στρατοδικείο, πέρα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 168 παρ. 1 ΣΠΚ, στην πόλη των Ιωαννίνων, με το ΠΔ 164/2000 (ΦΕΚ Α΄ 148/23-6-2000) ιδρύθηκαν Ναυτοδικείο και Αεροδικείο στη Θεσσαλονίκη, ενώ με το ΠΔ 144/2005 (ΦΕΚ Α΄ 199/11.8.2005) ιδρύθηκαν Ναυτοδικείο και Αεροδικείο στα Ιωάννινα, τα οποία άρχισαν να λειτουργούν από 11.11.2005. Έτσι, τα στρατιωτικά δικαστήρια τα οποία σήμερα λειτουργούν στη Χώρα μας, καθώς και η εδαφική αρμοδιότητα καθενός από αυτά,[6] είναι τα εξής:

Στρατοδικείο Αθηνών, στο οποίο υπάγονται οι νομοί: Αττικής, Βοιωτίας, Φθιώτιδος (μόνον η επαρχία Λοκρίδος), Ευρυτανίας, Φωκίδος, Κορίνθου, Αχαΐας, Ηλείας, Μεσσηνίας, Αρκαδίας, Λακωνίας, Αργολίδος, Ζακύνθου, Κεφαλληνίας, Λευκάδος, Κυκλάδων, Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσου και Ευβοίας (πλην της επαρχίας Ιστιαίας που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Στρατοδικείου Λάρισας).

Αεροδικείο Αθηνών, στο οποίο υπάγονται όλοι οι νομοί της Στερεάς Ελλάδος, Πελοποννήσου, Ηπείρου, Ιονίων νήσων και νήσων Αιγαίου (πλην των νομών της Κρήτης που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Αεροδικείου Χανίων).

Ναυτοδικείο Πειραιώς, στο οποίο υπάγονται όλοι οι νομοί της Χώρας πλην των νομών της Κρήτης (που υπάγονται στο Ναυτοδικείο Χανίων) και της Μακεδονίας-Θράκης (που υπάγονται στο Ναυτοδικείο Θεσσαλονίκης).

Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, στο οποίο υπάγονται οι νομοί: Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Σερρών, Κιλκίς, Ημαθίας, Πέλλας, Πιερίας, Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης, Γρεβενών.

Αεροδικείο Θεσσαλονίκης, στο οποίο υπάγονται όλοι οι νομοί Μακεδονίας-Θράκης (Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Σερρών, Κιλκίς, Ημαθίας, Πέλλας, Πιερίας, Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης, Γρεβενών, Καβάλας, Δράμας, Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου).

Ναυτοδικείο Θεσσαλονίκης, στο οποίο υπάγονται όλοι οι νομοί Μακεδονίας-Θράκης (βλ. αμέσως παραπάνω) και το Άγιον Όρος. Στρατοδικείο Λάρισας, στο οποίο υπάγονται οι νομοί: Λάρισας, Μαγνησίας, Τρικάλων, Καρδίτσας, Φθιώτιδος (πλην της επαρχίας Λοκρίδος που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Στρατοδικείου Αθηνών), και Ευβοίας (μόνον η επαρχία Ιστιαίας).

Αεροδικείο Λάρισας, στο οποίο υπάγονται όλοι οι νομοί της Θεσσαλίας. Στρατοδικείο – Αεροδικείο – Ναυτοδικείο Χανίων, στα οποία υπάγονται όλοι οι νομοί της Κρήτης (Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου).

Στρατοδικείο Ξάνθης, στο οποίο υπάγονται οι νομοί: Καβάλας, Δράμας, Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου.

Στρατοδικείο – Αεροδικείο – Ναυτοδικείο Ιωαννίνων, στο οποίο υπάγονται οι νομοί: Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας, Πρεβέζης, Άρτας, Κέρκυρας, Λευκάδας και Αιτωλοακαρνανίας.

Τα Στρατοδικεία, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, μπορεί να χωρίζονται σε τμήματα (άρθρο 168 παρ. 3 ΣΠΚ) και σύμφωνα με συνταγματική επιταγή στη σύνθεσή τους συμμετέχουν κατά πλειοψηφία στρατιωτικοί δικαστές, δηλαδή μέλη του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και στρατοδίκες, δηλαδή αξιωματικοί των τριών κλάδων των Ένοπλων Δυνάμεων της χώρας. Τα στρατοδικεία δικάζουν σε τριμελή και πενταμελή σύνθεση, στην πρώτη δε περίπτωση, συμμετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου τουλάχιστον δύο στρατιωτικοί δικαστές ενώ στην πενταμελή, τουλάχιστον τρεις.

Οι στρατιωτικοί δικαστές ορίζονται για κάθε δικάσιμο από τον Πρόεδρο του Στρατοδικείου, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της σύνθεσης δηλαδή οι Αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίοι ονομάζονται όπως προαναφέρεται στρατοδίκες, επιλέγονται με κλήρωση που γίνεται το δεύτερο δεκαήμερο κάθε μήνα για τις δικασίμους του επόμενου μήνα. (άρθρο 172 ΣΠΚ)[7].

Τα καθήκοντα των Εισαγγελέων και των Ανακριτών των στρατιωτικών δικαστηρίων ορίζεται πως είναι ακριβώς τα ίδια με τα καθήκοντα των αντίστοιχων δικαστικών λειτουργών της τακτικής ποινικής δικαιοσύνης. Άλλωστε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 175 ΣΠΚ, οι Εισαγγελείς, Αντεισαγγελείς και Ανακριτές των στρατιωτικών Δικαστηρίων εκτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τις διατάξεις του ΣΠΚ και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι μοναδική ιδιορρυθμία της στρατιωτικής δικαιοσύνης, η οποία λειτουργεί θετικά για την εξειδίκευση των λειτουργών της και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης συνακόλουθα, αποτελεί το γεγονός της μη υπάρξεως ξεχωριστού στρατιωτικού εισαγγελικού κλάδου στον οποίο υπηρετούν αποκλειστικά οι στρατιωτικοί εισαγγελείς, καθώς όλα τα μέλη του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων εναλλάσσονται στα καθήκοντα δικαστή, ανακριτή ή εισαγγελέα, με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Σώματος. Ο βαθμός του προέδρου και των στρατοδικών που μετέχουν στη σύνθεση των πρωτοβάθμιων στρατιωτικών δικαστηρίων, μεταβάλλεται ανάλογα με το βαθμό του κατηγορουμένου (άρθρο 178 ΣΠΚ), ενώ ο βαθμός των στρατιωτικών δικαστών που μετέχουν ως μέλη στη σύνθεση του δικαστηρίου δεν εξαρτάται από το βαθμό του κατηγορουμένου. Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τις μεταβολές αυτές:

Κατηγορούμενος Πρόεδρος Στρατοδίκες

1. Στρατιώτης μέχρι Στρατιωτικός Δικαστής Τουλάχιστον και Υπολοχαγός Α΄ ή Β΄ Λοχαγοί

2. Λοχαγός Στρατιωτικός Δικαστής Τουλάχιστον Α΄ ή Β΄ Ταγματάρχες

3. Ταγματάρχης Στρατιωτικός Δικαστής Τουλάχιστον Α΄ ή Β΄ Αντισυνταγματάρχες

4. Αντισυνταγματάρχης Στρατιωτικός Δικαστής Τουλάχιστον Α΄ Συνταγματάρχες

5. Συνταγματάρχης Μέλος Αναθεωρητικού Τουλάχιστον Δικαστηρίου Ταξίαρχοι

6. Ταξίαρχος Μέλος Αναθεωρητικού Τουλάχιστον Δικαστηρίου Ταξίαρχοι αρχαιότεροι του κατηγορουμένου

7. Υποστράτηγος Αναθεωρητής Β΄ Τουλάχιστον Υποστράτηγοι αρχαιότεροι του κατηγορουμένου

8. Αντιστράτηγος Ο Πρόεδρος του Τουλάχιστον Αναθεωρητικού Αντιστράτηγοι Δικαστηρίου αρχαιότεροι του κατηγορουμένου

9. Στρατηγός Αντιπρόεδρος του Στρατηγοί Αρείου Πάγου ή αρχαιότεροι του Αρεοπαγίτης οριζόμενος κατηγορουμένου από την Ολομέλεια του Α.Π.

Στο Δεύτερο Κεφάλαιο του δικονομικού μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα περιλαμβάνονται οι διατάξεις για τη δικαιοδοσία των στρατιωτικών Δικαστηρίων. Βασικός κανόνας είναι ότι σε αυτά υπάγονται μόνο όσοι έχουν την ιδιότητα του στρατιωτικού κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου (άρθρο 193 παρ. 1 ΣΠΚ). Ορισμένες, βέβαια, διατάξεις του ουσιαστικού μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα έχουν ως υποκείμενα των εγκλημάτων και ιδιώτες. Αυτό, όμως, δεν δημιουργεί πρόβλημα, καθώς οι παραβάτες των ποινικών αυτών διατάξεων ιδιώτες δωσιδικούν στα αρμόδια γι’ αυτούς κοινά ποινικά Δικαστήρια. Ο Εισαγγελέας του Στρατοδικείου, εφόσον έχει επιληφθεί μίας τέτοιας περιπτώσεως, θα πρέπει να παραπέμψει την συγκεκριμένη υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Προβλέπεται επίσης (άρθρο 193 παρ.2 ΣΠΚ) ότι οι στρατιωτικοί δεν υπάγονται στα στρατιωτικά, αλλά στα κοινά ποινικά δικαστήρια για:

α. μη στρατιωτικά εγκλήματα που διαπράττουν κατά τη διάρκεια της αδείας, αργίας ή διαθεσιμότητας, όταν αυτές υπερβαίνουν τους τρεις μήνες ή κατά τη διάρκεια της λιποταξίας τους

β. πλημμελήματα και πταίσματα που διαπράττουν στο ακροατήριο οποιουδήποτε κοινού ποινικού δικαστηρίου, αν αυτά δικαστούν αμέσως σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ

γ. παραβάσεις των νόμων για τη διεξαγωγή των δημοσίων εκλογών ή δημοψηφίσματος

δ. τα εγκλήματα της ναυταπάτης, πειρατείας και μονομαχίας καθώς και τα εγκλήματα που τελούνται κατά τη διάρκεια μονομαχίας

ε. παραβάσεις του τελωνειακού και δασικού κώδικα και των νόμων περί θήρας και αλιείας στ. παραβάσεις των φορολογικών νόμων και του αγορανομικού κώδικα, με εξαίρεση τις πράξεις του άρθρου 154 του ΣΠΚ

ζ. κακουργήματα και πλημμελήματα που με ειδικούς νόμους υπάγονται στα εφετεία και

η. εγκλήματα που διαπράττουν σε βάρος οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας, όταν τα όργανα αυτά εκτελούν τα καθήκοντά τους ή για λόγους που έχουν σχέση με αυτά.

Στο Τρίτο Κεφάλαιο, ρυθμίζεται η διαδικασία που ακολουθείται στο στάδιο της προδικασίας. Ορίζεται, λοιπόν, ότι ο Εισαγγελέας του Στρατοδικείου ασκεί την ποινική δίωξη και μπορεί να παραγγείλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως ή προανακρίσεως που θα διεξαχθούν από Αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων ή τους ανακριτικούς υπαλλήλους των άρθρων 33 και 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρέχεται, όμως, και η δυνατότητα στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας να διατάξει προανάκριση για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη (άρθρα 200 και 201 ΣΠΚ).

Το Τέταρτο Κεφάλαιο, αναφέρεται στα ένδικα μέσα, ορίζοντας αυτά που επιτρέπονται κατά των αποφάσεων των στρατιωτικών δικαστηρίων και κατά των βουλευμάτων των δικαστικών συμβουλίων αυτών, καθώς και τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται στην άσκηση των ενδίκων μέσων (άρθρα 203-212 ΣΠΚ).

Στο Πέμπτο Κεφάλαιο, ορίζεται ότι οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται πλήρως και στη διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων (άρθρο 213 ΣΠΚ) και καθορίζεται η αντιστοιχία των όρων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (άρθρο 214 ΣΠΚ). Προβλέπεται, επίσης, ότι είναι υποχρεωτικός ο διορισμός Δικηγόρου ως συνηγόρου υπερασπίσεως στα στρατιωτικά κακουργήματα, εκτός, βέβαια, εάν ο κατηγορούμενος δηλώσει ότι θα υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του (άρθρο 215 ΣΠΚ). Με δεδομένο ότι στη διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων εφαρμόζονται, για όσα θέματα δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση, οι αντίστοιχες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κρίθηκε περιττό να περιληφθούν στο δικονομικό μέρος του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα ειδικές διατάξεις για την πολιτική αγωγή και την αιτιολόγηση των αποφάσεων των στρατιωτικών δικαστηρίων.

Στο Έκτο και στο Έβδομο Κεφάλαιο, προβλέπονται ειδικές δικονομικές διατάξεις που διαφοροποιούν τη διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων σε πολεμική περίοδο.

Ορίζεται ότι ως έδρα Στρατοδικείου μπορεί να οριστεί η έδρα Σώματος Στρατού ή Μεραρχίας ή Μονάδος που ενεργεί μεμονωμένα ή ανεξάρτητα, αλλά, ακόμη, και η έδρα Στόλου ή Μοίρας ή Ναυτικής Διοίκησης ή Αεροπορικής Διοίκησης, Βάσης, ή Πτέρυγας (άρθρο 217 ΣΠΚ). Ρυθμίζεται, επίσης, ποιοι τοποθετούνται στα στρατιωτικά Δικαστήρια σε πολεμική περίοδο ως Πρόεδροι, Στρατιωτικοί Δικαστές, Εισαγγελείς, Αντεισαγγελείς και Ανακριτές των στρατιωτικών δικαστηρίων και ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια σε πολεμική περίοδο δικάζουν πάντοτε με πενταμελή σύνθεση (άρθρα 218 και 219 ΣΠΚ). Ορίζεται ακόμη, η αρμοδιότητα των Στρατοδικείων σε πολεμική περίοδο (άρθρο 221 ΣΠΚ), καθώς και ότι με διαταγή του Υπουργού Εθνικής Άμυνας μπορεί να υπαχθούν στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων σε πολεμική περίοδο στρατιωτικές μονάδες ή τμήματα ή σχηματισμοί ή υπηρεσίες του ίδιου κλάδου των Ενόπλων Δυνάμεων που δεν υπάγονται σε αυτά, αλλά βρίσκονται στο χώρο επιχειρησιακής ευθύνης της μονάδας όπου λειτουργεί το στρατιωτικό δικαστήριο (άρθρο 222 ΣΠΚ). Οι διαφοροποιήσεις στη διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων σε πολεμική περίοδο είναι περιορισμένες, ώστε αφενός μεν να ανταποκρίνονται αυτά καλύτερα στις ανάγκες της πολεμικής περιόδου, χωρίς όμως να παραβλάπτονται αφετέρου, τα στοιχειώδη δικαιώματα των κατηγορουμένων στρατιωτικών.

Γενικά, οι ιδιαίτερες αυτές ρυθμίσεις αποσκοπούν να κατοχυρώσουν τις βασικές εγγυήσεις του κατηγορουμένου και από την άλλη, επιδιώκουν την ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης σε πολεμική περίοδο. Προβλέπεται, για παράδειγμα, ότι εφόσον προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου, η κύρια ανάκριση μπορεί να περατωθεί με απευθείας κλήση αυτού στο ακροατήριο, εάν συμφωνεί και ο Ανακριτής και ότι κατά της απευθείας αυτής κλήσεως δεν χωρεί προσφυγή (άρθρο 223 ΣΠΚ). Ορίζεται επίσης, ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την πολιτική αγωγή δεν έχουν εφαρμογή στα στρατιωτικά δικαστήρια σε πολεμική περίοδο (άρθρο 225 ΣΠΚ) και ότι κατά των βουλευμάτων δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων (άρθρο 227 παρ. 1 ΣΠΚ). Με προεδρικό διάταγμα, ακόμη, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας μπορεί σε πολεμική περίοδο να απαγορευθεί ή με περιοριστεί η άσκηση ενδίκων μέσων και κατά αποφάσεων, εκτός, βέβαια, εάν επιβάλλεται η ποινή του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης (άρθρο 227 παρ. 2 ΣΠΚ). Σε κάθε περίπτωση, δικαιούται και σε πολεμική περίοδο να παρίσταται ο κατηγορούμενος με Δικηγόρο ως συνήγορο υπερασπίσεως, μπορεί όμως, να ορίσει ως συνήγορό του ακόμη και συγγενή ή φίλο. Προβλέπεται, τέλος, ότι εάν ο κατηγορούμενος δεν έχει ορίσει συνήγορο, ο Πρόεδρος του στρατιωτικού δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικά ως συνήγορο υπερασπίσεως Δικηγόρο ή εάν δεν υπάρχει Δικηγόρος, στρατιωτικό, κατά προτίμηση Δικηγόρο ή πτυχιούχο Νομικής (άρθρο 226 ΣΠΚ).

Τέλος, στο Τρίτο Βιβλίο του ΣΠΚ, περιλαμβάνονται οι Μεταβατικές Διατάξεις του Κώδικα (άρθρα 229-232 ΣΠΚ) οι οποίες ορίζουν ότι ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας αρχίζει να ισχύει έξι μήνες μετά από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ότι από την ημέρα που αρχίζει να ισχύει ο Κώδικας αυτός καταργούνται ο ΑΝ 2803/1941 «Περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος» και ο ΑΝ 2840/1941 «Περί Εισαγωγικού Νόμου του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος», καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του Κώδικα αυτού ή αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν και, ακόμη, ότι από την ημερομηνία που αρχίζει να ισχύει ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας οι παραπομπές σε άρθρα του προηγούμενου Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που καταργήθηκε, θεωρείται ότι γίνονται στις αντίστοιχες διατάξεις του νέου Κώδικα.

***

[1] Για τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των οποίων βλ. ΠΔ 21/2002 (ΦΕΚ Α΄ 12/25.1.2002) «Κανονισμός Οργανώσεως και Λειτουργίας των Στρατιωτικών Δικαστηρίων και του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου».[2] Για το νομικό status των οποίων βλ. Ν 2304/1995 (ΦΕΚ Α΄ 83, 11.5.1995) «Κύρωση του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων». [3] Το ποιοι θεωρούνται στρατιωτικοί ορίζεται στο άρθρο 5 ΣΠΚ [Έννοια των όρων του Κώδικα]. Ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων θα πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαιοδοτικό σύστημα διαπλάθεται, όπως συνέβαινε βέβαια και στον προγενέστερο ΣΠΚ (βλ. Νικόπουλου Α., Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, ο.π. σελ. 18), με βάση το υποκειμενικό κριτήριο (κριτήριο του υποκειμένου της πράξεως, του δράστη και των ιδιοτήτων του) και όχι το αντικειμενικό (κριτήριο της πράξεως). Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει με την ποινική δικαιοδοσία επί των ανηλίκων, βλ. άρθρο 113 ΚΠΔ [Δικαστήριο Ανηλίκων], καθώς και με τα ιδιάζουσας δικαιοδοσίας πρόσωπα, βλ. παρ. 7 άρθρου 111 ΚΠΔ [Δικαστήριο Εφετών], παρ. 2 άρθρου 112 ΚΠΔ [Τριμελές πλημμελειοδικείο]. [4] Η περίπτωση τέλεσης εγκλημάτων που τυποποιούνται εντός του ΣΠΚ από πρόσωπα που δεν έχουν τη στρατιωτική ιδιότητα, δεν είναι άγνωστη στα πλαίσια των διατάξεων του Κώδικα. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στα εγκλήματα της βλάβης ηλεκτρονικών και άλλων μέσων πληροφοριών (άρθρο 20 ΣΠΚ), της υπόθαλψης (άρθρο 41 ΣΠΚ), των παραβάσεων ως προς τα φώτα (άρθρο 83 ΣΠΚ), της απόκρυψης αιχμαλώτου (άρθρο 93 ΣΠΚ), της πρόκλησης πανικού ή αταξίας (άρθρο 95 ΣΠΚ), της εγκατάλειψης πλοίου ή τόπου ναυαγίου χωρίς διαταγή (άρθρο 98 ΣΠΚ), των πράξεων της εγκατάλειψης ή παραπλάνησης πλοίου από πλοηγό και της πλοηγίας σε εχθρικό πλοίο (άρθρα 107, 108 και 109 ΣΠΚ), της απώλειας πλοίου νηοπομπής (άρθρο 110 ΣΠΚ), του αποχωρισμού από συνοδεία (άρθρο 111 ΣΠΚ), της ανυπακοής πλοιάρχου ή κυβερνήτη (άρθρο 113 ΣΠΚ) και πολλών ακόμη εγκλημάτων, υποκείμενο των οποίων μπορεί να είναι και πρόσωπο που δεν φέρει τη στρατιωτική ιδιότητα. [5] Βλ. σχετ., ΥΑ (Εθνικής Άμυνας) Δ.454.2/298093/Σχ.739/31.8.1995 «Χωρισμός του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου σε Τμήματα» (ΦΕΚ Β΄ 777/11.9.1995), με την οποία το Αναθεωρητικό Δικαστήριο χωρίστηκε σε δύο Τμήματα Α΄ και Β΄. Με το ΠΔ 420/1995 (ΦΕΚ Α΄ 242/22.11.1995) ορίστηκε πως το Β΄ Τμήμα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου μπορεί να συνεδριάζει και με τόπο συνεδριάσεως τη Θεσσαλονίκη και με το ΠΔ 340/1997 (ΦΕΚ Α΄ 232/21.11.1997) ορίστηκε πως το Β΄ Τμήμα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου μπορεί να συνεδριάζει εκτός από τη Θεσσαλονίκη και στη Ξάνθη. [6] Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του ΠΔ 282/2001 «Καθορισμός της κατά τόπο αρμοδιότητας των Στρατιωτικών Δικαστηρίων (Στρατοδικείων, Ναυτοδικείων & Αεροδικείων)» (ΦΕΚ Α΄ 197/5.9.2001).[7] Βλ. σχετ., ΥΑ (Εθνικής Άμυνας) Φ.454.1/297561/9-8-1995 «Σύνταξη Πίνακα Αξιωματικών και διαδικασία κληρώσεως αυτών ως στρατοδικών» (ΦΕΚ Β΄ 707/10.8.1995) και ΠΔ 454/1995 (ΦΕΚ Α΄ 268/29.12.1995) «Καθορισμός τρόπου κληρώσεως των αξιωματικών ως στρατοδικών».