Διάρθρωση της ύλης του Ουσιαστικού Μέρους του ΣΠΚ

2867

Α. Το Γενικό Μέρος των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ

Στο Πρώτο Κεφάλαιο του Γενικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ περιλαμβάνονται οι «Γενικοί Ορισμοί» του Κώδικα (άρθρα 1 έως 6). Συγκεκριμένα, στο άρθρο 1 δίνεται η έννοια του στρατιωτικού εγκλήματος και στη συ­νέχεια καθορίζονται τα τοπικά όρια ισχύος του ΣΠΚ (άρθρο 2). Επίσης προβλέπεται η επί των στρατιωτικών εγκλημάτων ισχύς των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 3) και η μη επιρροή του φόβου στον καταλογισμό της πράξης, εάν το στρατιωτικό καθήκον απαιτεί από το δράστη του στρατιωτικού εγκλήματος να εκτεθεί σε προσωπικό κίνδυνο (άρθρο 4). Η έννοια των όρων του Κώδικα δίνεται στο άρθρο 5 ΣΠΚ, στο οποίο και έγινε προσπάθεια να περιληφθούν οι όροι που χρησιμοποιούνται και στους τρεις κλά­δους των ενόπλων δυνάμεων, προκειμένου να αποφευχθούν στη διατύπωση των διατάξεων του Κώδικα οι συχνές επαναλήψεις και αναφορές σε αυτούς.

Γενικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο άρθρο 6 του ΣΠΚ, το οποίο καθορίζει το πότε ο στρατιωτικός θεωρείται ότι βρίσκεται ενώπιον του εχθρού (παρ. 1), ενώ στη συνέχεια ορίζεται ότι ως πολε­μική περίοδος θεωρείται και η ένοπλη στάση, η κατάσταση πολιορκίας καθώς και η γενική επιστράτευση (παρ. 2). Τέλος, στο άρθρο αυτό εισάγεται η έννοια της παρατεταμένης γενικής επιστράτευσης, σαν τέτοια δε, θεωρείται η γενική επιστράτευση που διήρκεσε περισσότερο από έξι μήνες από την ημερομηνία κήρυξής της. Στην περίπτωση με­ρικής ή παρατεταμένης γενικής επιστράτευσης καθορίζεται ότι ισχύουν οι διατάξεις που εφαρμόζονται σε ειρηνική περίοδο, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά (παρ. 3) κι αυτό βέβαια έχει άμεση επιρροή στο είδος και τα όρια των προβλεπόμενων για τα στρατιωτικά εγκλήματα ποινών.

Στο Δεύτερο Κεφάλαιο του Γενικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ (άρθρα 7 έως 14), περιλαμβάνονται οι σχετικές με τις προβλεπόμενες ποινές διατάξεις. Οι ποινές που προβλέπονται για τα στρατιωτικά εγκλήματα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τις κύριες και τις παρεπόμενες. Κύριες ποινές είναι η κάθειρξη, ισόβια ή πρόσκαιρη και η φυλάκιση.[1] Παρεπόμενες ποινές, εκτός από αυτές που προβλέπονται από διατάξεις του κοινού Ποινικού Κώδικα, είναι η καθαίρεση και η έκπτωση (άρθρο 7). Σε σχέση με την ποινή του θανάτου, το άρθρο 8 ΣΠΚ -πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 2 περ. β΄ Ν 3289/2004- όριζε ότι σε όσες περιπτώσεις ο νόμος την προβλέπει διαζευκτικά με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, το δικαστήριο για την επιβολή της πρώτης θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη και τον ενδεχόμενο κίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας ή τη μαχητική ικανότητα του στρατού. Καινο­τομία αποτέλεσε η καθιέρωση της δυνατότητας μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής που επιβάλλεται για στρατιωτικά εγκλήματα σε χρηματική (άρθρο 11). Η μετατροπή της ποινής που επιβάλλεται για στρατιωτικό έγκλημα γίνεται σύμ­φωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 82 ΠΚ). Η εισαγωγή του θεσμού της μετατροπής κρίθηκε απαραίτητη για να απο­φεύγονται οι δυσμενείς συνέπειες της φυλάκισης σε άτομα για τα οποία δεν κρίνεται αυτή αναγκαία.[2]

Β. Το Ειδικό Μέρος των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ

Στο Ειδικό Μέρος των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, οι αξιόποινες πράξεις που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των στρατιωτικών εγκλημάτων «ομαδοποιήθηκαν» και εντά­χθηκαν σε οκτώ κεφάλαια, για την εξυπηρέτηση κατά βάσιν ταξινομητικών περισσότερο αναγκών. Κατά τη διαδικασία ταξινόμησης των στρατιωτικών εγκλημάτων, φαίνεται πως καταβλήθηκε προσπά­θεια να συγκεντρωθούν σε ομάδες τα επιμέρους εγκλήματα που ανήκουν σε αυτές, προκειμένου να αποτελέσουν ξεχωριστά κεφάλαια με δικό τους τίτλο και στη συνέχεια τα διάφορα κεφάλαια έγινε προσπάθεια να ταξινομηθούν κατά «ιεραρχική» σειρά, έτσι ώστε να προταχθούν τα κεφάλαια τα οποία περιλαμβάνουν τα εγκλήματα που στρέ­φονται κατά της συντακτικά διαρθρωμένης πολιτείας, από την πλευρά της εσωτερικής τάξης ή της εξωτερικής ασφάλειας και να ακολουθήσουν αυτά που στρέφονται κατά της στρατιωτικής υποχρέωσης, της πειθαρχίας, της τάξης, του στρατιωτικού καθήκοντος, των εγγράφων και της περιουσίας. Τέλος, ως ξεχωριστό κεφάλαιο τοποθετήθηκε η ομάδα των εγκλημάτων που σχετίζονται με τους αιχμαλώτους και τους αμάχους.

Στο Πρώτο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνονται τα άρ­θρα 15 έως 31 με τίτλο «Προσβολές κατά της ακεραιότητας της χώρας». Πρόκειται για τα εγκλήματα της προδοσίας (άρθρο 15 ΣΠΚ), της παράδοσης θέσης (άρθρο 16 ΣΠΚ), της συνθηκολόγησης σε μη οχυρωμένη θέση (άρθρο 17 ΣΠΚ), της απιστίας Έλληνα στρατιωτικού (άρθρο 18 ΣΠΚ). Το έγκλημα της βλάβης συγκοινωνιών (άρθρο 19 ΣΠΚ), δια­τυπώθηκε με μεγαλύτερη πληρότητα και σαφήνεια από το αντίστοιχο άρθρο 31 του προγενέστερου ΣΠΚ ως προς την αντικειμενική του υπόσταση, τιμωρούμενο πλέον και ως πλημμέλημα, όταν τελείται από αμέλεια.

Η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν άφησε αδιάφορους τους συντάκτες του Κώδικα και για το λόγο αυτό προχώρησαν στη διατύπωση διάταξης για την προστασία των εγκαταστάσεων που είναι προορισμένες για τη συλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία ή μετάδοση πληροφοριών χρήσιμων για την πο­λεμική προετοιμασία της χώρας («Βλάβη ηλεκτρονικών και άλλων μέσων πληροφοριών», άρθρο 20 ΣΠΚ). Η θέσπιση διάταξης με ανάλογες ποινές, σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου αυτού, αποτέλεσε προσπάθεια ουσιαστικής προστασίας της λειτουργίας μηχανικών, ηλεκτρονικών ή οποιωνδήποτε άλλων εγκαταστάσεων που είναι προορισμένες να συλλέγουν, αποθηκεύουν, επεξεργάζονται ή μεταδίδουν πληροφορίες χρήσιμες για την πολεμική ικανότητα της χώρας, προβλέφθηκε μάλιστα και η τέλεση της πράξης από αμέλεια, τιμωρούμενη στην περίπτωση αυτή σε βαθμό πλημμελήματος.

Στο άρθρο 21 ΣΠΚ (βλάβη στρατιωτικών πραγμάτων) προβλέφθηκε η ποινή της καθείρξεως για τον στρατιωτικό ο οποίος σε πολεμική περίοδο αλλοιώνει ή με οποιονδήποτε τρόπο καθιστά ανέφικτη ή δυσχεραίνει τη χρήση πολεμικών μέσων, προμηθειών και κάθε είδους εγκαταστάσεων (άλλων από αυτές που προβλέπονται στα άρθρα 19 και 20 ΣΠΚ), θέτοντας με τον τρόπο αυτό σε κίνδυνο τη μαχητική ικανότητα του στρατεύματος. Τέλος, στα άρθρα 22 έως και 31 ΣΠΚ, τυποποιήθηκαν ως στρατιωτικά εγκλήματα οι διάφορες πράξεις κατασκοπείας.[3]

Στο Δεύτερο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνονται τα «Εγκλήματα κατά της στρατιωτικής υποχρέωσης» (άρθρα 32 έως και 45 ΣΠΚ), δηλαδή τα εγκλήματα της ανυποταξίας, λιποταξίας, ομαδικής λιποταξίας, λιποταξίας στο εξωτερικό, αυτομολίας, υπόθαλψης, πρόκλησης και προσποίησης ανικανότητας και αποφυγής της στρατιωτικής υπηρεσίας. Κρίθηκε επιβεβλημένη, ιδιαίτερα λόγω της σημασίας που αποδίδεται στην προστασία θεσμών οι οποίοι εξασφαλίζουν τη στρατιωτική προπαρασκευή της χώρας, η θέσπιση πρόβλεψης ποινής για την πράξη της ανυποταξίας ακόμη και όταν τελείται σε ειρηνική περίοδο, οπότε στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 32 στοιχ. α΄ ΣΠΚ, προβλέπεται πλέον και τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος.[4] Στο έγκλημα της λιποταξίας, καταργήθηκε η διάκριση που γινόταν για τους αξιωματικούς σε ειρηνική περίοδο και έτσι το έγκλημα της «παρά­νομης απουσίας αξιωματικού» (βλ. άρθρο 48 προγενέστερου ΣΠΚ), χαρακτηρίστηκε πλέον επίσης ως λιποταξία, όπως ακριβώς ισχύει και για τους οπλίτες, αφού η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είναι η ίδια.

Περαιτέρω, σε αντίθεση με το προγενέστερο νομικό καθεστώς, θεσμο­θετήθηκε η έμπρακτη μετάνοια του λιποτάκτη στο εσωτερικό της χώρας, ως δυνητικός λόγος δικαστικής άφεσης της ποινής, αλλά μόνο σε ειρηνική πε­ρίοδο και μόνο για οπλίτη -και όχι αξιωματικό- που λιποτακτεί, όταν αυτός επανέρχεται αυθόρμητα μέσα σε δέκα ημέρες από τη συ­μπλήρωση της προθεσμίας που κάθε φορά προβλέπεται.[5] Στην περίπτωση αυτή μπορεί το δικα­στήριο, εκτιμώντας τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, να κρίνει την πράξη ατιμώρητη. Στο άρθρο 41, που αναφέρεται στην υπόθαλψη λιποτάκτη ή ανυπότακτου ορίζεται, σε αντιστοιχία προς τις ανάλογες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, ότι ο δράστης, σε ειρηνική περίοδο, μένει ατιμώρητος, αν ο λιποτάκτης ή ανυπότακτος είναι οικείος του.Το Τρίτο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνει τα «Εγκλήματα κατά της στρατιωτικής πειθαρχίας» (άρθρα 46 έως 63). Στην ομάδα των εγκλημάτων του κεφαλαίου αυτού ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο έγκλημα της στάσης, που τυποποιείται στο άρθρο 46 και στο έγκλημα της ανυπα­κοής, που τυποποιείται στο άρθρο 53 του ΣΠΚ. Συγκεκριμένα, στο άρ­θρο 46 καθορίζεται ότι οι στρατιωτικοί, υπό τις αναφερόμενες σε αυτό προϋ­ποθέσεις, βρίσκονται σε κατάσταση στάσης, όταν αρνούνται να υπα­κούσουν όχι μόνο στους στρατιωτικούς προϊσταμένους τους, αλλά και στα πρόσωπα που κατά το άρθρο 26 παρ. 2 του Συντάγματος ασκούν την εκτε­λεστική εξουσία ή όταν με οποιονδήποτε τρόπο καθιστούν αδύνατο σε αυ­τούς να τους απευθύνουν μία τέτοια πρόσκληση.

Περαιτέρω, καθιερώθηκε ως αξιόποινη και η προπαρασκευή του εγκλήμα­τος της στάσης (ένωση για στάση, άρθρο 48 ΣΠΚ), ενώ αντίθετα, παρά τη πρόβλεψη του εγκλήματος της ομαδικής απείθειας (άρθρο 47 ΣΠΚ), δεν τυποποιήθηκε ως αξιόποινη πράξη και η ένωση για ομαδική απείθεια, όπως συνέβαινε στο άρθρο 65 του προγενέστερου ΣΠΚ (Α.Ν. 2803/41).Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 53 ΣΠΚ, προβλέπει πως ο στρατιωτικός ο οποίος λαμβάνει προσταγή από τον αρχηγό του να εκτελέσει οποιαδήποτε υπηρεσία και αρνείται να υπακούσει ή παραλείπει την εκτέλεσή της, τιμωρείται σε ειρηνική περίοδο με φυλάκιση, ενώ σε πολεμική περίοδο με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη και αν η πράξη τελέσθηκε ενώπιον του εχθρού με θάνατο ή ισόβια κάθειρξη. Στο άρθρο αυτό, υπάρχει δεύτερη παράγραφος η οποία σαφώς ορίζει ότι δεν είναι άδικη η πράξη της ανυπακοής, αν η προσταγή ή η υπηρεσία είναι προδήλως παράνομες. Το πραγματικό της αξιόποινης αυτής συμπεριφοράς σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του ΣΠΚ, έγκειται στην άρνηση (ρητά) υπακοής σε διαταγή αρχηγού για εκτέλεση υπηρεσίας, καθώς και στην παράλειψη (σιωπηρά) εκτελέσεως της υπηρεσίας η οποία νομίμως διατάχθηκε. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ως «αρχηγός» νοείται κάθε στρατιωτικός που αναλαμβάνει νόμιμα τη διοίκηση οποιουδήποτε τμήματος του στρατού, πρόκειται δηλαδή για τον ιεραρχικά προϊστάμενο, ο οποίος σε συγκεκριμένη περίπτωση είναι λειτουργικά αρμόδιος να ενεργοποιήσει υποχρέωση υφισταμένου του για εκτέλεση υπηρεσίας, ανεξαρτήτως του βαθμού τον οποίο φέρει.[6]

Οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται για τη συγκρότηση του εγκλήματος είναι οι ακόλουθες: Πρώτον, ύπαρξη σχέσης υπηρεσιακής εξαρτήσεως, δηλαδή σχέση προϊσταμένου προς υφιστάμενο μεταξύ διατάσσοντος και διατασσομένου. Δεύτερον, ύπαρξη διαταγής του πρώτου προς το δεύτερο, αποβλέπουσα στην εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, η οποία προβλέπεται από τους στρατιωτικούς νόμους και κανονισμούς, (υπηρεσία την οποία είναι νομικά υποχρεωμένος ο διατασσόμενος να εκτελέσει και την οποία νομιμοποιείται να διατάξει ο προϊστάμενος) και τρίτον, από πρόθεση αποποίηση, ρητή ή σιωπηρή, εκτελέσεως της υπηρεσίας από τον υφιστάμενο στρατιωτικό.[7] Κεντρικό στοιχείο για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, αποτελεί η έννοια της «υπηρεσίας». Η υπηρεσία αποτελεί έργο αναγόμενο άμεσα στο μαχητικό προορισμό του στρατιωτικού και κατά το λόγο αυτό, η ανυπακοή θεωρείται πως δεν είναι τίποτε άλλο από την πρόσκαιρη «λειτουργική αυτοαχρήστευση» του στρατιωτικού, όχι όμως γενικά, αλλά ενόψει -και κατά το χρόνο- εξατομικεύσεως ενός συγκεκριμένου υπηρεσιακού προορισμού, που απορρέει ακριβώς από τη μαχητική αποστολή του ως στρατιωτικού.[8] Με άλλα λόγια, ως υπηρεσία θα πρέπει να νοηθεί όχι οποιαδήποτε ενέργεια που ενδεχομένως διατάχθηκε, αλλά μόνο εκείνη η οποία αναφέρεται στα στρατιωτικά καθήκοντα που προσιδιάζουν στο προαναφερόμενο πλαίσιο του λειτουργικού προορισμού του στρατού ως τμήματος της κρατικής μηχανής. Εάν συνακόλουθα, η δοθείσα διαταγή δεν έχει καμία σχέση με την υπηρεσία, όπως αυτή παραπάνω προσδιορίζεται, τότε ο διαταχθείς δεν έχει υποχρέωση να υπακούσει, αφού τέτοια υποχρέωσή του υπάρχει μόνο όταν αυτός διατάσσεται για εκτέλεση νόμιμης υπηρεσίας.[9]

Σε περίπτωση λοιπόν τελείως άσχετης με την υπηρεσία διαταγής, και με την παρατήρηση αυτή κλείνουμε τη σύντομη αυτή εξέταση του άρθρου 53 ΣΠΚ, η άρνηση του διατασσομένου να υπακούσει όχι μόνο δε συγκροτεί το έγκλημα της ανυπακοής, αλλά δεν αποτελεί ούτε πειθαρχικό αδίκημα.[10] Νέα ρύθμιση στον Κώδικα αποτελεί η διάταξη του άρθρου 56 ΣΠΚ, η οποία τυποποιεί ως έγκλημα την πράξη της παράβασης στρατιωτικής εντολής, όταν αυτή τελείται και από αμέλεια, ως έγκλημα μάλιστα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, απαιτώντας την πρόκληση σοβαρού κιν­δύνου για την ασφάλεια της χώρας, τη μαχητική ικανότητα του στρατού, ή ακόμα, τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα στρατιωτικών.Τα εγκλήματα της βιαιοπραγίας κατά ανωτέρου ή κατωτέρου, τα οποία προβλέπονταν στα άρθρα 76 και 112 του προγενέστερου ΣΠΚ, ενοποιήθηκαν στο άρθρο 59 του Κώδικα, αφού με την αξιόποινη αυτή συμπεριφορά προσβάλλεται το έννομο αγαθό της στρατιωτικής υπηρεσίας, ανεξάρτητα από την ιεραρχική θέση του προσβαλλομένου, ως ανώτερου ή κατώτερου του δράστη. Για τους ίδιους λόγους, αλλά και για λόγους ίσης μεταχείρισης, ενοποιήθηκε στο άρθρο 60 του Κώδικα και το έγκλημα της εξύβρισης ανωτέρου με αυτό της εξύβρισης κατωτέρου, καθώς ανήκουν στον ίδιο κύκλο εγκλημάτων. Πέρα από αυτό, στο έγκλημα της εξύβρισης ανωτέρου ή κατωτέρου, θεσμοθετήθηκε (στην παράγραφο 2 του άρθρου 60 ΣΠΚ) η απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση, κατά τρόπον ανάλογο με τη διάταξη του άρθρου 361Α του ΠΚ, προκειμένου η στρατιωτική ποινική νομοθεσία να εναρμονισθεί πλήρως με την κοινή ποι­νική διάταξη.Ένας προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή, για τις πράξεις που προβλέπονται στα άρθρα 59 παρ. 1 [Βιαιοπραγία κατά ανωτέρου ή κατωτέρου] και 60 παρ. 1 [Εξύβριση ανωτέρου ή κατωτέρου], θεσμοθετήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 61 ΣΠΚ [Λόγος μη επιβολής ποινής], σε περίπτωση βεβαιωμένης δικαιολογημένης αγανάκτησης του δράστη, εάν όμως αυτή ήταν απότοκη αμέσως προηγηθείσης συμπεριφοράς του παθόντος με χαρακτηριστικά ιδιαίτερης σκληρότητας ή βαναυσότητας. Η ρύθμιση αυτή του άρθρου 61 ΣΠΚ είναι παρόμοια με τη ρύθμιση που γίνεται στον κοινό Ποινικό Κώδικα σε σχέση με το αδίκημα της απλής σωματικής βλάβης (άρθρο 308 παρ. 3 ΠΚ).[11] Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι υπό το κράτος ισχύος του προγενέστερου ΣΠΚ η πράξη της δυσφήμησης κατωτέρου (απλή ή συκοφαντική) αντιμετωπιζόταν μόνο από τις διατάξεις του ΠΚ (δεν αποτελούσε δηλαδή στρατιωτικό έγκλημα), σε αντίθεση με τη δυσφήμηση ανωτέρου (απλή ή συκοφαντική), η οποία προβλεπόταν ως στρατιωτικό έγκλημα. Για λόγους ίσης μεταχείρισης, προβλέπεται πλέον στον Κώδικα, σε ενιαίο άρθρο, το έγκλημα της απλής ή συκοφαντικής δυσφήμησης, είτε ανωτέρου είτε κατωτέρου του δράστη (άρθρο 62 ΣΠΚ): «Στρατιωτικός που δυσφημεί ανώτερο ή κατώτερό του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Αν η δυσφήμηση είναι συκοφαντική, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών».Το Τέταρτο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνει τα «Εγκλήματα κατά της στρατιωτικής τάξης» (άρθρα 64 έως 73).[12] Στην ομάδα εγκλημάτων του κεφαλαίου αυτού ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο έγκλημα των αθέμιτων διαταγών, που τυποποιείται στο άρθρο 72 ΣΠΚ και στο έγκλημα της υπέρβασης πειθαρχικής εξουσίας, που τυποποιείται στο άρθρο 73 ΣΠΚ.Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 72 ΣΠΚ, τιμωρείται ο στρατιωτικός ο οποίος με κατάχρηση της υπηρεσιακής του εξουσίας, απευθύνει σε υφιστάμενό του διαταγές ή διατυπώνει αξιώσεις άσχετες προς την υπηρεσία. Η αξιόποινη συμπεριφορά του εγκλήματος των αθέμιτων διαταγών, ως κεντρικό στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως αυτού σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του ΣΠΚ, έγκειται είτε στη διαβίβαση, προς υφιστάμενο στρατιωτικό, διαταγής άσχετης με την υπηρεσία με κατάχρηση της υπηρεσιακής εξουσίας εκ μέρους του διατάσσοντος προϊσταμένου, είτε στη διατύπωση αξίωσης άσχετης με την υπηρεσία με παρόμοια κατάχρηση εξουσίας. Ουσιαστικά με την διάταξη αυτή τυποποιείται σε έγκλημα η κατάχρηση του δικαιώματος υπηρεσιακής επιβολής εκ μέρους του προϊσταμένου στρατιωτικού προς υφιστάμενό του και, συνακόλουθα, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα σε περίπτωση κατά την οποία απευθύνει μεν ο δράστης μία άσχετη με την υπηρεσία διαταγή, ή διατυπώνει κάποια άσχετη με αυτήν αξίωση, προς άλλον στρατιωτικό, με τον οποίο όμως δεν συνδέεται με συγκεκριμένη σχέση υπηρεσιακής εξάρτησης.[13] Υπηρεσιακή εξάρτηση θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο δράστης συνδέεται με τον δέκτη της διαταγής ή αξίωσης με σχέση προϊσταμένου-υφισταμένου, όταν δηλαδή με βάση την υπηρεσιακή του θέση μπορεί να επηρεάσει ευνοϊκώς ή δυσμενώς την υπηρεσιακή κατάσταση του δέκτη. Κατάχρηση της υπηρεσιακής αυτής εξουσίας[14] υπάρχει όταν η θέση του δράστη ως προϊσταμένου χρησιμοποιείται από αυτόν για τη διαμόρφωση της βούλησης του υφισταμένου και περαιτέρω της διενέργειας από αυτόν πράξεων που δεν έχουν σχέση με την υπηρεσία. Αρνούμενος ο υφιστάμενος να εκτελέσει μια τέτοια, εντελώς άσχετη με την υπηρεσία, διαταγή ή να συμμορφωθεί σε τέτοιου είδους αξίωση, δεν τελεί ανυπακοή, καθόσον δεν υπάρχει κάν διαταγή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 53 ΣΠΚ, όπου απαιτείται προσταγή για εκτέλεση νόμιμης υπηρεσίας. Το Πέμπτο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνει τα «Εγκλήματα κατά των στρατιωτικών καθηκόντων» (άρθρα 74 έως και 139). Στην ομάδα αυτή των εγκλημάτων έγινε προσπάθεια συνένωσης διατάξεων του προγενέστερου ΣΠΚ, των οποίων η α­ντικειμενική υπόσταση ήταν βασικά η ίδια και μόνο η ιδιότητα του υποκει­μένου του εγκλήματος άλλαζε εξαιτίας του όπλου και του κλάδου στον οποίο υπηρετούσε. Έτσι, συγχωνεύτηκαν τα «ναυτικά» και τα «αεροπορικά» εγκλήματα που είχαν προστεθεί στον προγενέστερο ΣΠΚ μετά την έναρξη της ισχύος του. Επιπλέον, όπου κρίθηκε αναγκαίο, στις διατάξεις οι οποίες διαμορφώθηκαν με αυτόν τον τρόπο περιλήφθηκαν και οι στρατιωτικοί του στρατού ξηράς, οι οποίοι εκτελούν παρόμοια καθήκοντα με αυτούς των δύο άλλων κλάδων των ενόπλων δυνάμεων. Η παράλειψη της άσκησης του αναγκαίου ελέγχου των υφισταμένων, ως προς την εκτέλεση της υπηρεσίας τους, που έχει ως αποτέλεσμα την πρό­κληση κινδύνου για την ασφάλεια της χώρας ή τη μαχητική ικανότητα του στρατού, αποτέλεσε αντικείμενο μίας νέας διάταξης στο άρθρο 85 του Κώδικα, με σκοπό την ασφαλέστερη, αλλά και ενεργότερη καταπολέμηση της παράβασης του σημαντικού αυτού στρατιωτικού καθήκοντος εκ μέρους προϊσταμένων στρατιωτικών.[15] Στο Έκτο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνονται τα «Εγκλήματα κατά απορρήτων» (άρ­θρα 140 έως 146). Πρόκειται για τα παρακάτω εγκλήματα: Αποσφράγιση, υπεξαγωγή ή καταστροφή εγγράφων ή άλλων αντικειμένων (άρθρο 140 ΣΠΚ), απώλεια απορρήτων (άρθρο 141 ΣΠΚ), παράλειψη διασφάλισης απορρήτων (άρθρο 142 ΣΠΚ), μυστικές πληροφορίες στρατιωτικής σημασίας (άρθρο 143 ΣΠΚ), μετάδοση στρατιωτικών μυστικών (άρθρο 144 ΣΠΚ), ανακοίνωση στρατιωτικών πληροφοριών (άρθρο 145 ΣΠΚ) και υπεξαίρεση ή φθορά ναυτιλιακών εγγράφων (άρθρο 146 ΣΠΚ). Στα άρθρα αυτά, προς αποφυγή κάθε αμφισβήτησης, προβλέπεται ρητά ότι τα έγγραφα, τα βιβλία και άλλα αντικείμενα οποιασδήποτε στρατιωτικής ή διπλωματικής υπηρεσίας προστατεύονται, εφόσον έχει αναληφθεί νομίμως η φύλαξη ή η μεταφορά τους ή εφόσον έχουν χαρακτηριστεί νομίμως ως απόρρητα.Το Έβδομο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνει τα «Εγκλήματα κατά της περιουσίας» (άρθρα 147 έως και 155). Στα εγκλήματα της κλοπής και της υπεξαίρεσης στρατιωτικών πραγμάτων κ.λπ. του άρθρου 147 του Κώδικα, προστέθηκαν νέες διατάξεις οι οποίες προβλέπουν τη δυνατότητα να χα­ρακτηρίζονται στρατιωτικά πράγματα ως πράγματα μικρής στρατιωτικής σημασίας και ευτελούς αξίας, οπότε στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 377 παρ. 1 ΠΚ,[16] ή σε περίπτωση απόδοσής τους να εξαλείφεται το αξιόποινο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 379 ΠΚ, αντί να τιμωρείται ο υπαίτιος, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με την από­πειρα, όπως προέβλεπε η παρ. 4 του άρθρου 115 του προγενέστερου ΣΠΚ. Τα εγκλήματα αυτά δεν χάνουν, βέβαια, το χαρακτήρα τους ως στρατιωτικά εγκλήματα. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, πως η παράγραφος 6 του άρθρου 115 του προγενέστερου ΣΠΚ (πλαστογραφία από στρατιωτικούς υπόλογους κατά τη στρατιωτική διαχείριση), αποτέλεσε πλέον στον Κώδικα ξεχωριστή διάταξη (άρθρο 148 ΣΠΚ), η οποία παραπέμπει για τον προσδιορισμό της προβλεπόμενης αξιόποινης συμπεριφοράς, στο περιεχόμενο των διατάξεων των άρθρων 216 (Πλαστογραφία) και 242 (Ψευδής βεβαίωση, νόθευση κ.λπ.) του ΠΚ. Στο Όγδοο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνονται τα εγκλήματα που τελούνται από και κατά «αιχμαλώτων και αμάχων». Ελήφθη ιδιαίτερη πρόνοια –σύμφωνα τουλάχιστον με τα διαλαμβανόμενα στην Εισηγητική Έκθεση του ΣΠΚ– στην ομάδα αυτή των εγκλημάτων, ώστε η ρύθμιση και η πρόβλεψή τους να είναι σύμ­φωνες «με τη Διεθνή Σύμβαση της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949, η οποία έχει επικυρωθεί από τη χώρα μας με το Ν 348/1956». Φαίνεται πως το λάθος που γίνεται στην Έκθεση σε σχέση με τον κυρωτικό των τεσσάρων Συμβάσεων της Γενεύης του 1949 νόμο, ο οποίος δεν είναι βέβαια ο «Ν 348/1956» αλλά ο Ν 3481/1956 (ΦΕΚ Α΄ 3 /5.1.1956), δεν είναι απλώς ζήτημα αβλεψίας. Οι διατάξεις περί αμάχων και αιχμαλώτων του ΣΠΚ είναι ελάχιστες, γεγονός που αποδεικνύει πως ελάχιστη θα πρέπει να ήταν και η ενασχόληση (ή ο προβληματισμός) σε σχέση με τις δυνατότητες, καθώς και την προοπτική, μίας ευρύτερης προσπάθειας ποινικοποίησης, εντός του πλαισίου του ΣΠΚ, των εγκλημάτων του τμήματος εκείνου του Διεθνούς Δικαίου που έχει πλέον παγιωθεί να ονομάζεται Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο των Ενόπλων Συγκρούσεων.

[1] Σύμφωνα με το άρθρο 7 ΣΠΚ [Είδη ποινών]: «1. Τα στρατιωτικά εγκλήματα τιμωρούνται με τις παρακάτω ποινές: Α. Κύριες: α) Κάθειρξη, ισόβια ή πρόσκαιρη β) Φυλάκιση Β. Παρεπόμενες, εκτός από τις προβλεπόμενες από τον Ποινικό Κώδικα: α) Καθαίρεση β) Έκπτωση 2. Στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει κατά μετατροπή χρηματική ποινή ή κοινωφελή εργασία». Η παρ. 1 του άρθρου 7 ΣΠΚ, αντικαταστάθηκε ως άνω, με το άρθρο 2 περ. α΄ του Ν 3289/2004 (ΦΕΚ Α΄ 227/26.11.2004) «Κύρωση του Πρωτοκόλλου αριθ. 13 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, σχετικά με την κατάργηση της θανατικής ποινής σε όλες τις περιστάσεις». Πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής: «1.Τα στρατιωτικά εγκλήματα τιμωρούνται με τις παρακάτω ποινές: Α. Κύριες: α) Θάνατος β)Κάθειρξη, ισόβια ή πρόσκαιρη γ) Φυλάκιση Β.Παρεπόμενες,εκτός από τις προβλεπόμενες από τον Ποινικό Κώδικα: α) Καθαίρεση β) Έκπτωση». Βλ. περισσότερα για τη θανατική ποινή, παρακάτω, υποσημ. 56. [2] Σύμφωνα με τις προβλέψεις του προγενέστερου ΣΠΚ (ΑΝ 2803/41), απαγορευόταν ρητά η μετατροπή των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές, όταν η πράξη για την οποία καταδικαζόταν ο κατηγορούμενος στρατιωτικός αποτελούσε στρατιωτικό έγκλημα, δηλαδή πράξη προβλεπόμενη από τις διατάξεις του κώδικα αυτού. Βλ. άρθρο 12 προγενέστερου ΣΠΚ: «Απαγορεύεται επί των στρατιωτικών εγκλημάτων η μετατροπή ποινής περιοριστικής της ελευθερίας εις χρηματικήν». [3] Εγκλήματα κατασκοπείας αποτελούν οι εξής πράξεις: αθέμιτη συλλογή πληροφοριών (άρθρο 22 ΣΠΚ), είσοδος σε απαγορευμένους τόπους (άρθρο 23 ΣΠΚ), είσοδος εχθρού σε απαγορευμένους τόπους άρθρο 24 ΣΠΚ), παράνομες απεικονίσεις και παρακολουθήσεις (άρθρο 25 ΣΠΚ), παράνομες επικοινωνίες (άρθρο 26 ΣΠΚ), πληροφορίες στον εχθρό από αιχμαλώτους (άρθρο 27 ΣΠΚ), βοήθεια σε κατάσκοπο (άρθρο 28 ΣΠΚ), προσφορά σε προδοσία και κατασκοπεία (άρθρο 29 ΣΠΚ), απόπειρα και προπαρασκευή προδοσίας και κατασκοπείας (άρθρο 30 ΣΠΚ) και η μη αναγγελία προδοσίας ή κατασκοπείας (άρθρο 31 ΣΠΚ).[4] Υπό το κράτος ισχύος του προγενέστερου ΣΠΚ, η πράξη της ανυποταξίας ήταν αξιόποινη μόνο σε καιρό πολέμου, σε καιρό γενικής ή μερικής επιστράτευσης και σε περίπτωση ενόπλου στάσεως. Δεν υπήρχε πρόβλεψη της πράξης σε καιρό ειρήνης. Βλ. άρθρο 43 προγενέστερου ΣΠΚ (ΑΝ 2803/41) όπως είχε αντικατασταθεί και ίσχυε με το Ν 1032/1949: «Πάς, κατά τον περί στρατολογίας νόμον, εν καιρώ πολέμου, γενικής ή μερικής επιστρατεύσεως ή ενόπλου στάσεως, ανυπότακτος, τιμωρείται με θάνατον, συντρεχουσών δ’ ελαφρυντικών περιστάσεων, με κάθειρξην ισόβιον ή πρόσκαιρον ή με φυλάκισην τουλάχιστον δύο ετών». [5] Βλ. άρθρο 37 ΣΠΚ: «1. Αν ο οπλίτης που σε ειρηνική περίοδο έχει λιποτακτήσει, επανέλθει αυθόρμητα σε διάστημα δέκα ημερών από τη συμπλήρωση των προθεσμιών των άρθρων 33 και 36, το δικαστήριο, εκτιμώντας τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη. 2. Η διάταξη της παρ. 1 δεν εφαρμόζεται στις διακεκριμένες περιπτώσεις του άρθρου 33 παρ. 2 στοιχ. α΄».[6] Για την έννοια του «αρχηγού», ο οποίος δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει κάθε φορά με τον ιεραρχικά ανώτερο στρατιωτικό, βλ. Γιαρένη Ε., Η ανυποταξία στρατιωτικού διοικητή σε πολιτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 260 ΠΚ – Έννοια και στοιχεία του εγκλήματος, ΠοινΧρ ΝΔ΄ (2004) σελ. 108, ΝαυτΠειρ 564/1998 ΠοινΔικ 1999, σελ. 139, ΑναθΔικ 399/1995 Υπερ 1996, σελ. 361. [7] Για τις απαιτούμενες προϋποθέσεις συγκρότησης του εγκλήματος της ανυπακοής βλ. ΑΠ 837/1998 ΠοινΧρ ΜΘ΄ (1999), σελ. 440, ΑΠ 738/1995 Υπερ 1996 σελ. 957 (όπου και γίνεται διάκριση μεταξύ ανυπακοής και παράβασης στρατιωτικής εντολής), ΑΠ 1055/1989 ΠοινΧρ Μ΄ (1990), σελ. 330, ΑΠ 527/1986 ΠοινΧρ ΛΣΤ΄ (1986), σελ. 684. [8] Βλ. σχετ., Παπαδαμάκη Α., Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, δ΄ εκδ. Σάκκουλας, Θεσ/κη 2005, 184 επ. [9] Για το εννοιολογικό περιεχόμενο της υπηρεσίας στο έγκλημα της ανυπακοής, βλ. ειδικότερα, Παπαδαμάκη Α., Η ανυπακοή του στρατιωτικού ως αξιόποινη πράξη κατά το άρθρο 70 ΣΠΚ, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1987, Γνωμοδότηση Ι. Μανωλεδάκη, Αρμ 1981, σελ. 14, ΑΠ 837/1998 ΠοινΧρ ΜΘ΄ (1999), σελ. 440, ΣυμβΝαυτΠειρ 241/1996 Υπερ 1997, σελ. 1088 επ., με εισαγγελική πρόταση Ν. Παπαδακάκη, ΣυμβΣτρΘεσ 604/1995 Υπερ 1997, σελ. 367 επ., με εισαγγελική πρόταση Σ. Παπασταύρου. [10] Κι αυτό γιατί σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς, κάθε κατώτερος οφείλει υπακοή στους ανωτέρους του και να εκτελεί «άνευ αντιλογίας» τις διαταγές τους, όταν όμως αυτές σχετίζονται με την εφαρμογή των στρατιωτικών νόμων και κανονισμών και όχι σε άλλη περίπτωση. Βέβαια, εάν η διαταγή δεν είναι άσχετη με την υπηρεσία, αφορά δηλαδή στην εκτέλεση συγκεκριμένης υπηρεσίας, είναι όμως «αντικανονική» ή άδικη για το διατασσόμενο στρατιωτικό, τότε αυτός θα πρέπει μεν να την εκτελέσει -γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα έχει διαπράξει το έγκλημα της ανυπακοής, αλλά και πειθαρχικό παράπτωμα- και εν συνεχεία να παραπονεθεί νομίμως. Βλ. σχετ., άρθρο 77 παρ. 1 [Παράπονα], σε συνδυασμό με άρθρο 11 παρ. 11 [Καθήκοντα και ευθύνες των υφισταμένων] του Στρατιωτικού Κανονισμού 20-1, ο οποίος κυρώθηκε με το ΠΔ 130/84 (ΦΕΚ Α΄ 42/10-4-84), «Κύρωση του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στο Στρατό».[11] Στον Ποινικό Κώδικα προβλέπεται ότι όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, όμως ο υπαίτιος της πράξης είναι δυνατό να απαλλαγεί από κάθε ποινή, αν παρασύρθηκε στην τέλεση αυτής από δικαιολογημένη αγανάκτηση εξαιτίας μίας αμέσως προηγούμενης πράξης που τέλεσε ο παθών εναντίον του ή ενώπιόν του και η οποία ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση (βλ. άρθρο 308 παρ. 3 ΠΚ). [12] Οι πράξεις που αποτελούν αυτήν την ομάδα εγκλημάτων είναι οι ακόλουθες: Εξύβριση σκοπού ή φρουρού (άρθρο 64 ΣΠΚ), βιαιοπραγία εναντίον σκοπού (άρθρο 65 ΣΠΚ), άσκοποι πυροβολισμοί (άρθρο 66 ΣΠΚ), μέθη εν υπηρεσία (άρθρο 67 ΣΠΚ), αντιποίηση στολής ή εμβλημάτων (άρθρο 68 ΣΠΚ), παράνομη ανάληψη ή διατήρηση αρχηγίας (άρθρο 69 ΣΠΚ), αυθαίρετη εχθροπραξία (άρθρο 70 ΣΠΚ), παράταση εχθροπραξιών (άρθρο 71 ΣΠΚ), αθέμιτες διαταγές (άρθρο 72 ΣΠΚ) και υπέρβαση πειθαρχικής εξουσίας (άρθρο 73 ΣΠΚ). [13] Βλ. σχετ., Παπαδαμάκη Α., Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, ο.π., σελ. 224 επ. [14] Ως προς το ζήτημα της κατάχρησης της υπηρεσιακής εξάρτησης γενικότερα, βλ. Μαγκάκη Γ.-Α., Τα εγκλήματα περί την γενετήσιον και οικογενειακήν ζωήν, Αθήναι 1967, σελ. 82 επ. [15] Βλ. άρθρο 85 ΣΠΚ [Παράλειψη εποπτείας]: «1. Στρατιωτικός που παραλείπει να ασκήσει ή να διατάξει τον αναγκαίο έλεγχο των υφισταμένων του, ως προς την εκτέλεση της υπηρεσίας τους, με αποτέλεσμα να προκληθεί κίνδυνος για την ασφάλεια της χώρας ή τη μαχητική ικανότητα του στρατού, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. 2. Αν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι έξι μηνών. 3. Οι παραπάνω ποινές επιβάλλονται, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».[16] Άρθρο 377 παρ. 1 ΠΚ [Κλοπές και υπεξαιρέσεις ευτελούς αξίας]: «Αν η κλοπή ή η υπεξαίρεση έχει αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών. Αν όμως η πράξη τελέστηκε από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου της κλοπής ή υπεξαίρεσης, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη».