Ιστορικά Στοιχεία για την Στρατιωτική Ποινική Νομοθεσία της Ελλάδας

2583

Γενικά
Η στρατιωτική δικαιοσύνη, στη μορφή που σήμερα γνωρίζουμε, θεωρείται κατάκτηση της ιδεολογικής έξαρσης που επέφερε η Γαλλική Επανάσταση[1], αφού έως τότε η απονομή της δικαιοσύνης στο στράτευμα ήταν αποκλειστικά υπόθεση του ανωτέρου διοικητή προς τους υπ’ αυτόν διοικουμένους. Το γαλλικό μοντέλο στρατιωτικής δικαιοσύνης, ακολουθήθηκε έκτοτε από τα περισσότερα κράτη-μέλη της διεθνούς κοινότητας, με μικρότερες ή μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις, και η χώρα μας δεν αποτέλεσε εξαίρεση από την πρακτική αυτή, θεσπίζοντας ήδη από το 1822, διαρκούσης της Ελληνικής Επαναστάσεως, την αυτούσια εισαγωγή των σχετικών γαλλικών στρατιωτικών ποινικών κανόνων, με σχετικό Ψήφισμα της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου (9.1.1822) για το οποίο βλ. παρακάτω.

Στη χώρα μας, παράλληλα με τις πρώτες προσπάθειες συγκρότησης τακτικών στρατευμάτων κατά το πρότυπο των στρατών των ευρωπαϊκών χωρών, κυρίως με μοντέλο τον τρόπο οργάνωσης των γαλλικών στρατευμάτων, θεσπίστηκε ήδη από το έτος 1822, η συνολική εισαγωγή της στρατιωτικής γαλλικής νομοθεσίας από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η οποία, θεωρώντας αναγκαία «τη στρατιωτική ευταξία» για να ευδοκιμήσουν τα στρατεύματα και για να «εμποδισθώσι όσα από την αταξίαν προέρχονται κακά», προέβλεψε στο από 9-1-1822 Ψήφισμά της αφενός ότι «τα στρατιωτικά εγκλήματα κρίνονται από πολεμικόν συμβούλιον, διοριζόμενον δι’ αδείας της διοικήσεως και η απόφασις της καταδίκης ενεργείται μετά την επικύρωσιν της Διοικήσεως» (άρθρο η΄) και αφετέρου ότι «ο στρατιωτικός κώδιξ της Γαλλίας με τας αναγκαίας προσθαφαιρέσεις -ο οποίος έχει να εκτεθή δι’ επιστασίας της Διοικήσεως- ισχύει εις το Στρατιωτικόν της Ελλάδος» (άρθρο θ΄).[2] Παρεμφερές ήταν το περιεχόμενο του άρθρου ι΄ του Νόμου υπ’ αριθμ. 8 της 1ης-4-1822[3], όπως επίσης και του άρθρου 99 του «Πολιτικού Συντάγματος» της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως της Τροιζήνας (Μάιος 1827), όπου αναφερόταν ότι «η Βουλή χρεωστεί να φροντίση διά να συνταχθώσι κώδικες: πολιτικός, εγκληματικός και στρατιωτικός, έχοντες ιδιαιτέρως βάσιν την γαλλικήν νομοθεσίαν».

Μετά την απελευθέρωση της χώρας μας από τον Τουρκικό ζυγό και την αποκατάσταση, συγκρότηση και λειτουργία του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, οπότε και άρχισαν συστηματικά να οργανώνονται τα τακτικά στρατεύματα της Ελλάδας, ο τότε Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, επειδή και πάλι δεν ήταν εύκολη η άμεση σύνταξη Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, αρχικά δημοσίευσε στις 7-2-1828 τον «Οργανισμό των Χιλιαρχιών», θέτοντας τη βάση μιας –ατελούς έστω– στρατιωτικής ποινικής νομοθεσίας, προβλέποντας και τη σύσταση στρατιωτικού δικαστηρίου και στη συνέχεια, εξέδωσε το υπ’ αριθμ. ΙΗ΄ Ψήφισμα της 21-12-1828, (το οποίο αποτελούσε έναν γενικό οργανικό νόμο σχετικά με τη διάρθρωση, οργάνωση και λειτουργία του στρατεύματος, καθώς και με την κατάσταση των στελεχών του) με το οποίο έθετε σε εφαρμογή –παγιώνοντας την μέχρι τότε ακολουθούμενη πρακτική– τους στρατιωτικούς και ναυτικούς ποινικούς νόμους, που ίσχυαν ήδη στη Γαλλία.[4] Όλες οι παραπάνω προσπάθειες βέβαια, δεν φαίνεται να είχαν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού μάλιστα ούτε και στη Γαλλία είχε μέχρι τότε οριστικά διαμορφωθεί το κείμενο του ισχύοντος στρατιωτικού ποινικού κώδικα, λόγω αλλεπάλληλων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, με συνέπεια η απονομή της δικαιοσύνης στα ελληνικά στρατεύματα της εποχής, να ανάγεται κατά βάσιν στη διακριτική ευχέρεια του ανωτέρου κάθε φορά διοικητή.[5]

Τελικά το 1860, τέθηκε σε ισχύ, αφού ψηφίστηκε από τη Βουλή και τη Γερουσία (και κυρώθηκε απ’ τον Όθωνα στις 19-5-1860), ο πρώτος ολοκληρωμένος στρατιωτικός ποινικός κώδικας της χώρας μας, ο οποίος αποτελούσε απομίμηση –και σε πολλά σημεία ακριβή μετάφραση– του Γαλλικού Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα του 1857, ως νόμος ΦπΒ΄ “Περί Στρατιωτικής Ποινικής Νομοθεσίας”, (δημοσιευμένος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στις 24-10-1860, αρ. φύλλ. 15)[6] και ένα χρόνο αργότερα, δηλαδή το 1861, δημοσιεύθηκε ο νόμος ΧΝΘ΄ “Περί Ναυτικής Ποινικής Νομοθεσίας”, ο οποίος παρέπεμπε γενικά σχεδόν στον πρώτο, αλλά διατήρησε σε ισχύ, ως προς τα κυρίως ναυτικά εγκλήματα τους προγενέστερους «περί αδικημάτων και ποινών Γαλλικούς ναυτικούς ποινικούς νόμους» που είχε εισαγάγει ο Ι. Καποδίστριας.[7]

Τα δύο αυτά νομοθετήματα ήταν προορισμένα για στρατούς εθελοντικούς της εποχής τους και για το λόγο αυτό έπαψαν με την πάροδο του χρόνου να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του εθνικού στρατού, τόσο από την άποψη της καταστολής των εγκληματικών ενεργειών, οι οποίες έθιγαν την ασφάλεια και την πειθαρχία του, όσο και από την άποψη των εγγυήσεων οι οποίες παρέχονταν στους στρατευμένους, στα πλαίσια εφαρμογής της κατασταλτικής λειτουργίας τους. Αποτέλεσμα της παραπάνω καταστάσεως ήταν να ανατεθεί το 1936 από το Υπουργείο των Ναυτικών σε τετραμελή Επιτροπή η οποία εργάσθηκε επί τριετία, η κατάρτιση ενός Προσχεδίου Ναυτικού Ποινικού Κώδικος και ενός άλλου, Ναυτικής Ποινικής Δικονομίας, τα οποία έτυχαν επεξεργασίας ακολούθως, από δύο ειδικές Επιτροπές της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Τελικά όμως, κρίθηκε σκόπιμο να ληφθεί πρόνοια εναρμονισμού των δύο ποινικών νομοθεσιών Στρατού και Ναυτικού, με την κατάρτιση κοινού Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας (ξηράς, θαλάσσης και αέρος) με βάση τα καταρτισθέντα Προσχέδια.

Έτσι, το 1939 πλέον, συγκροτήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης άλλη, πενταμελής αυτή τη φορά, Επιτροπή, με αποστολή να συντάξει σχέδιο Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, το οποίο υποβλήθηκε τελικά τον Ιανουάριο του 1941, από τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης Α Ταμπακόπουλο, για έγκριση στο Υπουργικό Συμβούλιο, αποτελώντας εν συνεχεία το περιεχόμενο του ΑΝ 2803/1941, ο οποίος υπό τον τίτλο “Στρατιωτικός Ποινικός Κώδιξ” δημοσιεύθηκε στις 21-2-1941 (ΦΕΚ Α΄ 49/21-2-1941). Ο κώδικας αυτός επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ, σύμφωνα με το ακροτελεύτιον άρθρο του, από την 1η Ιουλίου 1941, όμως λόγω της κατάληψης της χώρας από τα γερμανικά στρατεύματα (27-4-41) αναστάλθηκε επ’ αόριστον η ισχύς του με το ΝΔ 223 της 24/26-6-1941.[8] Τελικά ο Κώδικας αυτός τέθηκε ουσιαστικά σε ισχύ στην Ελληνική επικράτεια από 1-1-1954[9] και τροποποιούμενος έκτοτε συνεχώς (με το Ν 2766/1954, το Ν 3459/1955, το Ν 4607/1966, το ΝΔ 1326/1972, το ΝΔ 305/1974, το Ν 200/1975 κ.α.), ίσχυσε μέχρι και την 1-8-1995, παρά τα σημαντικά προβλήματα που αμέσως έγινε αντιληπτό ότι παρουσίαζαν πολλές από τις ρυθμίσεις του.

***

Η ψήφιση του Συντάγματος του 1974, θεωρείται αναμφίβολα ότι οδήγησε τις εξελίξεις προς την κατεύθυνση μεταρρύθμισης της ελληνικής στρατιωτικής δικαιοσύνης, αφού σχετικές με αυτήν διατάξεις περιλήφθηκαν στο Ε΄ Τμήμα του Συντάγματος, το σχετικό με τη Δικαστική Εξουσία. Συγκεκριμένα, στο Δεύτερο Κεφάλαιο του Ε΄ Τμήματος με τίτλο «Οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων» (και ειδικότερα στο άρθρο 96 Σ, το οποίο περιέχει ρυθμίσεις για τα ποινικά δικαστήρια της χώρας), προβλέφθηκε ότι τα σχετικά με τη λειτουργία των στρατοδικείων, ναυτοδικείων και αεροδικείων, στα οποία δεν μπορεί να υπαχθούν ιδιώτες, ρυθμίζονται με ειδικούς γι’ αυτά νόμους (άρθρο 96 παρ.4α΄ Σ). Κατά τον ίδιο τρόπο (με πρόβλεψη ειδικού νόμου) ρυθμίστηκαν τα σχετικά με το δικαστήριο λειών (άρθρο 96 παρ.4β΄ Σ), καθώς και τα σχετικά με τα δικαστήρια ανηλίκων (άρθρο 96 παρ.3 Σ). Στο άρθρο 96 παρ.5 Σ, εν συνεχεία, προβλέφθηκαν για τους λειτουργούς των στρατιωτικών δικαστηρίων οι ίδιες θεμελιώδεις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, με αυτές που περιβάλλουν και τους λειτουργούς των κοινών ποινικών, διοικητικών, και πολιτικών δικαστηρίων.[10]

Σαφώς ανέκυπτε πλέον από το ίδιο το Σύνταγμα η ανάγκη για μια ευρεία μεταρρύθμιση της στρατιωτικής δικαιοσύνης στη χώρα μας, τόσο ως προς το περιεχόμενο του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (στο εξής ΣΠΚ), όσο και ως προς τον καθορισμό ενός ξεκάθαρου νομικού status των λειτουργών της. Επιβαλλόταν αρχικά, ενόψει της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 96 παρ. 4α΄ Σ, η απάλειψη όλων των διατάξεων του ΣΠΚ οι οποίες προέβλεπαν την υπαγωγή ιδιωτών -μη στρατιωτικών- στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων. Ακόμη, οι σχετικές με την πρόβλεψη της αναχρονιστικής ποινής των καταναγκαστικών έργων (άρθρο 5 στ΄ προγενέστερου ΣΠΚ)[11] ή με την απαγόρευση μετατροπής σε χρηματική της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής η οποία επιβαλλόταν για στρατιωτικά εγκλήματα (άρθρο 12 προγενέστερου ΣΠΚ) διατάξεις, ήταν από αυτές που θα έπρεπε επίσης να απαλειφθούν στα πλαίσια της ζητούμενης μεταρρύθμισης, όπως επίσης και πολλές από τις διατάξεις του δικονομικού μέρους του προϊσχύσαντος ΣΠΚ, οι οποίες έρχονταν σε αντίθεση με τις αντίστοιχες διατάξεις του ΚΠΔ. Γενικά η αντικατάσταση του προγενέστερου ΣΠΚ, ο οποίος αποτελούσε κατά κοινή ομολογία ένα νομοθέτημα αναχρονιστικό, από έναν καινούργιο, σύγχρονο κώδικα, υπήρξε προϊόν κοινωνικοπολιτικής αναγκαιότητας και προσαρμογής και παρά το γεγονός ότι οι προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση ξεκίνησαν ήδη από το 1976, χρειάστηκε να παρέλθουν σχεδόν είκοσι χρόνια ώστε να ευοδωθούν και να υλοποιηθεί τελικά η ζητούμενη μεταρρύθμιση της ελληνικής στρατιωτικής ποινικής νομοθεσίας.

Οι σχετικές προσπάθειες ξεκίνησαν το 1976, όταν με την υπ’ αριθμ. Φ. 670/182337/4-9-76 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Εθνικής Αμύνης και Δικαιοσύνης, συγκροτήθηκε Επιτροπή με πρόεδρο τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χρήστο Μουστάκη, με στόχο τη σύνταξη σχεδίου νόμου «περί προσαρμογής του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, της Στρατιωτικής ποινικής δικονομίας, ως και των συναφών ουσιαστικών και δικονομικού περιεχομένου διατάξεων προς τας διατάξεις του Συντάγματος…». Η Επιτροπή αυτή υπέβαλε στις 11 Μαΐου 1977 το σχετικό σχέδιο νόμου,[12] το οποίο όμως δεν προωθήθηκε τελικά στη Βουλή προς ψήφιση. Η κατάσταση παρέμεινε ως είχε μέχρι το 1985, όταν με την υπ’αριθμ. 23393/6-3-85 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Δικαιοσύνης συγκροτήθηκε νέα επταμελής Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, με αποστολή να καταρτίσει σχέδιο νόμου για την τροποποίηση, αναδιάρθρωση και μεταγλώττιση στη δημοτική του ΣΠΚ, η οποία στις 6 Απριλίου 1988 υπέβαλε το σχέδιό της, το οποίο όμως επίσης δεν προωθήθηκε περαιτέρω για ψήφισή του από τη Βουλή. Έτσι, φτάνουμε στο 1991 οπότε με την υπ’αριθμ. 71369/25-7-91 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εθνικής Άμυνας, συγκροτήθηκε άλλη επταμελής Επιτροπή Αναθεώρησης του παραπάνω σχεδίου, η οποία προέβη σε «εναρμόνιση των εννοιών και των διατάξεων του ΣΠΚ προς τις έννοιες του Ποινικού Κώδικα και ιδίως, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι διατάξεις του οποίου θα εφαρμόζονται πλέον ευρύτατα και ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων»[13].

Το αναθεωρημένο αυτό σχέδιο παραδόθηκε στις 30 Ιουνίου 1993 στους αρμόδιους Υπουργούς, χωρίς να προωθηθεί αμέσως προς ψήφιση, και τελικά τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 1994, η Επιτροπή ανασυγκροτήθηκε με την Φ.600/ΑΔ611/Σ.69/1-3-94 κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Γ. Κουβελάκη) και του Υφυπουργού Άμυνας (Μ. Μπεντενιώτη), προβαίνοντας στην τελική αναθεώρηση του σχεδίου του ΣΠΚ. Η Επιτροπή, συγκροτημένη από τα προαναφερόμενα μέλη και Πρόεδρο τον Αρεοπαγίτη Διονύσιο Κονδύλη, επανεξέτασε το προηγούμενο σχέδιό της, κάνοντας σ’ αυτό συγκεκριμένες νομοτεχνικές και ουσιαστικές βελτιώσεις και έτσι, με τη νέα του μορφή -και στη δημοτική γλώσσα- το σχέδιο υποβλήθηκε τελικά στη Βουλή, όπου ψηφίστηκε ως νόμος 2287/1995 με τον τίτλο «Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας» και την 1-2-95, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α΄ 20/1-2-95), με χρόνο έναρξης εφαρμογής την 2-8-95. Αυτός είναι και ο ισχύων Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας της χώρας μας.

***

Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας (ΣΠΚ), ταξινομεί το περιεχόμενό του σε τρία Βιβλία. Στο Πρώτο Βιβλίο, περιλαμβάνονται οι Ουσιαστικές του διατάξεις (άρθρα 1 έως και 166 ΣΠΚ), στο Δεύτερο Βιβλίο περιλαμβάνονται οι Δικονομικές του διατάξεις (άρθρα 167 έως και 228 ΣΠΚ) και στο Τρίτο Βιβλίο περιλαμβάνονται οι Μεταβατικές διατάξεις (άρθρα 229 έως 232 ΣΠΚ). Οι βασικές αρχές που διέπουν τον Κώδικα, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

α. Η δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων παρέμεινε καθαρώς ποινική και εισήχθη σε αυτά πλήρως ο θεσμός της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τα ισχύοντα στον ΚΠΔ.

β. Στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων είτε σε ειρηνική είτε σε πολεμική περίοδο, υπάγονται μόνο οι στρατιωτικοί, εφόσον είχαν την ιδιότητα αυτή κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Οι διατάξεις περί συμμετοχής που περιελάμβανε ο προγενέστερος ΣΠΚ επαναλαμβάνονται και στον ισχύοντα ΣΠΚ. Έτσι, εφόσον στρατιωτικοί και ιδιώτες είναι συμμέτοχοι σε μη στρατιωτικό έγκλημα, δικάζονται από τα κοινά ποινικά δικαστήρια. Τα στρατιωτικά δικαστήρια δεν έχουν σε καμία περίπτωση δικαιοδοσία για την εκδίκαση υποθέσεων κατά  ιδιωτών, σύμφωνα με τις σχετικές συνταγματικές προβλέψεις.

γ. Το εύρος της δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων παρέμεινε στα πλαίσια του προγενέστερου ΣΠΚ, καλύπτοντας εγκλήματα από ολόκληρο το φάσμα του ουσιαστικού ποινικού δικαίου.[14] Αυτό θεωρήθηκε ότι θα συμβάλλει αναμφίβολα στην ποιοτική αναβάθμιση του έργου των μελών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων και στην εξύψωση, συνακόλουθα, του κύρους των λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης γενικότερα, καθώς και στην καθιέρωσή τους –στην κοινή συνείδηση– ως μελών ενός καθαρώς δικαστικού σώματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης, ικανού να διασφαλίσει την προστασία των συμφερόντων της κοινωνίας και του στρατού, υπό καθεστώς απόλυτου σε­βασμού των ατομικών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των δικαζο­μένων. Για το σκοπό αυτό αναγράφηκε μάλιστα κατά τρόπο πανηγυρικό, στο πρώτο άρθρο των Δικονομικών Διατάξεων του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (άρθρο 167 παρ. 2 ΣΠΚ) ότι οι στρατιωτικοί δικαστές -και αναθεωρητές- περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας που προβλέπει το Σύνταγμα για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς. Η ενδεχόμενη έλλειψη των παραπάνω εγγυήσεων, συνεπώς, θεωρήθηκε πως θα επιδρά άμεσα στη νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου στο οποίο αυτοί θα μετέχουν.

δ. Η διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων προσαρμόστηκε πλήρως προς τη διαδικασία των κοινών ποινικών δικαστηρίων, η άσκηση δε της ποινικής δίωξης περιήλθε στο στρατιωτικό εισαγγελέα, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ.[15]

ε. Ως προς τις ποινές, καταργήθηκε η πρόβλεψη της θανατικής ποινής σε ειρηνική περίοδο, καθιερώθηκε η δυνατότητα μετατροπής, και για τα στρατιωτικά εγκλήματα, των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού ΠΚ και επίσης, επήλθε γενικότερα μία σαφής μείωση των προβλεπόμενων ποινών, ώστε αυτές έπαψαν πλέον να είναι εξοντωτικές, όπως ήταν στον προγενέστερο ΣΠΚ.

***

[1] Για την ιδεολογική ορμή της Γαλλικής Επανάστασης και τις αλλαγές που επέφερε ειδικότερα στην οργάνωση και σύνθεση του στρατού, καθώς και στον τρόπο απονομής της στρατιωτικής δικαιοσύνης, βλ. το κλασσικό έργο του γάλλου ιστορικού Ζώρζ Λεφέβρ (1874-1959), “La Révolution Française” που κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση το 1930. Η έβδομη αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση του έργου (εκδ. Presses Universitaires de France, 1989), κυκλοφόρησε με ελληνικό τίτλο «Η Γαλλική Επανάσταση», εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 2003, σε μετάφραση Σ. Μαρκέτου. Εκεί και περισσότερες πληροφορίες για το στρατό και τα στρατοδικεία της εποχής, ιδίως σελ. 455 επ.   [2] Βλ. σχετ., Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, “Αι Εθνικαί Συνελεύσεις” εκδ. Βουλής των Ελλήνων, τ. Α΄ (αρ. 3) σελ. 37 και Πανταζόπουλου Ν., Από της “Λογίας” παραδόσεως εις τον Αστικόν Κώδικα, β΄ εκδ., Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 139.  [3] Το οποίο όριζε ότι «εν όσω δεν κατασταθή υπό της Διοικήσεως στρατιωτικός κώδιξ, ο της Γαλλίας θέλει ισχύει εις τον Ελληνικόν στρατόν προσωρινώς, εκτός του παρόντος νόμου και των προσθαφαιρέσεων, τας οποίας θέλει κρίνει αναγκαίας ο Μινίστρος του Πολέμου με την συναίνεσιν της Διοικήσεως».    [4] Βλ. σχετ., Βουγιούκα Κ., Στρατιωτικόν Ποινικόν Δίκαιον – Ουσιαστικόν, παν. παραδόσεις, β΄ εκδ. Σάκκουλα 1985, σελ. 5-6. Είναι βέβαια χαρακτηριστικό και αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι σχετικοί γαλλικοί κανόνες ουδέποτε μεταφράστηκαν επίσημα στην Ελληνική, ούτε βέβαια δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως!! (Βλ. σχετ. Νικόπουλου Α., Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1988, σελ. 29, υποσημ. 65. [5] Βλ. σχετ., Παπαδαμάκη Α., Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, Θεωρητική θεμελίωση & συστηματική ερμηνεία του νέου Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, δ΄ έκδ., Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 5. [6] Βλ. σχετικά, Παπαδαμάκη Α., Οι προσανατολισμοί του στρατιωτικού ποινικού δικαίου κατά την ιστορική του διαδρομή και η ανάγκη της μεταρρύθμισής του, Υπερ 1992, σελ. 709-724, ιδίως 712.[7]Επρόκειτο βασικά για τον γαλλικό νόμο της 22-8-1790 και το Ψήφισμα της Γαλλικής Δημοκρατίας «περί λιποναυτίου» του 1804. Για τα ελληνικά κείμενα, βλ. «Κώδικας Θέμιδος 1821-1931», εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι 1933, σελ. 395 επ. και 399 επ. [8] Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εξαίρεση στην αναστολή εφαρμογής του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα αποτέλεσαν τα ελληνικά στρατεύματα της Μέσης Ανατολής,  τα οποία εφάρμοσαν κανονικά από 1-7-41 τον Κώδικα αυτόν με εντολή της ελληνικής κυβερνήσεως που είχε εγκατασταθεί στο Κάιρο. Αποτέλεσμα της παραπάνω καταστάσεως ήταν το εξής τραγελαφικό: Τα στρατεύματα που επανήλθαν στη χώρα μας, μετά την αποχώρηση των Γερμανικών κατοχικών στρατευμάτων, εφάρμοζαν τις διατάξεις του ΣΠΚ (ΑΝ 2803/1941), ενώ οι ένοπλες δυνάμεις που είχαν παραμείνει στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας εφάρμοζαν την παλαιά στρατιωτική ποινική νομοθεσία!! Βλ. σχετ., Γιαννήρη Σ., Ερμηνεία του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος, β΄ εκδ., Αθήναι 1959, σελ. 3-4.  [9] Όπως είχε ήδη τροποποιηθεί με τον ΑΝ 493/30.7.1945, ο οποίος ρύθμισε δικονομικά κυρίως θέματα και  αποσαφήνισε την αντίφαση που είχε προκύψει από την παράλληλη ισχύ των δύο στρατιωτικών νομοθεσιών. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι εν συνεχεία ακολούθησε η έκδοση πλήθους νομοθετημάτων (ΑΝ 528/1945, ΑΝ 787/1945, ΝΔ 233/1947, Ν 513/1947, ΑΝ 972/1949, ΝΔ 1311/1949, ΑΝ 1862/1951 κ.α.) που προέβλεπαν την αναστολή βασικών ρυθμίσεων του Κώδικα, οι οποίες σχετίζονταν με τη θέση γενικότερα του κατηγορουμένου, αλλά και με τη διαδικασία ειδικότερα ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων και  του ακροατηρίου, ή τη σύνθεση των στρατιωτικών δικαστηρίων, γεγονός που μπορεί ίσως να εξηγηθεί μόνο σε συνάρτηση με τις ιστορικές συνθήκες και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής εκείνης στη χώρα μας.      [10] «Ειδικοί νόμοι ορίζουν: α) Τα σχετικά με τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρμοδιότητα των οποίων δεν μπορεί να υπαχθούν ιδιώτες. β) Τα σχετικά με το δικαστήριο λειών». (άρθρο 96 παρ. 4 Σ). «Τα δικαστήρια του στοιχείου α΄ της προηγούμενης παραγράφου συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, που περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος. Για τις συνεδριάσεις και αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 93. Τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, καθώς και ο χρόνος που θα αρχίσει η ισχύς τους, ορίζονται με νόμο» (άρθρο 96 παρ. 5 Σ). [11] Αν και στην πράξη, η ποινή αυτή δεν επιβλήθηκε ποτέ από τα στρατιωτικά δικαστήρια, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 10 Α΄ παρ. 4  του προγενέστερου ΣΠΚ (το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο 2 παρ. 2 του ΑΝ 493/1945), τα καταναγκαστικά έργα θα έπρεπε να εκτελούνται κατά τις διατάξεις ειδικών νόμων, οι οποίοι βέβαια δεν εκδόθηκαν ποτέ. [12] Από την επιτροπή αυτή υποβλήθηκε ένα ακόμη σχέδιο νόμου «Περί Κώδικος Καταστάσεως του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων», το οποίο βέβαια επίσης δεν προωθήθηκε περαιτέρω στη Βουλή προς ψήφιση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι παράλληλα με τις προσπάθειες αυτές, επιτροπή αξιωματικών συνέταξε άλλο σχέδιο για την τροποποίηση του ΣΠΚ, το οποίο στις 28-4-1981 διαβιβάστηκε στην Ειδική Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για επεξεργασία, χωρίς καμία όμως παραπέρα εξέλιξη. Βλ. σχετ., ΕισΕκθΣΠΚ, σε Προβατά Σ., Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας και Στρατιωτική-Στρατολογική νομοθεσία, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1996, σελ. 19.  [13] Βλ. σχετ. ΕισΕκθΣΠΚ, ο.π., σελ. 21.[14] Η δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων παρέμεινε ευρεία, γιατί όπως έκρινε η αναθεωρητική επιτροπή «πέραν των άλλων λόγων που συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής και οι οποίοι λεπτομερώς εκτίθενται στα πρακτικά των συνεδριάσεών της, η επικείμενη έκδοση του θεσμικού νόμου για την κατοχύρωση της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των μελών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων και η ανάθεση της άσκησης της ποινικής διώξεως στους εισαγγελείς των στρατοδικείων επιβάλλουν τη διατήρηση της δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων στη σημερινή έκταση, ώστε τα στρατιωτικά δικαστήρια, υπό τη νέα μορφή τους, ως συγκροτούμενα δηλαδή κατά πλειοψηφία από δικαστές με προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία και λειτουργούντα σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, να ασχολούνται με την εκδίκαση εγκλημάτων που καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα του ουσιαστικού ποινικού δικαίου». Βλ. σχετ. ΕισΕκθΣΠΚ, ο.π. σελ. 22.   [15] Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε απολύτως αναγκαία, δεδομέ­νου ότι η εξουσία ασκήσεως της ποινικής δίωξης εις βάρος των στρατιωτικών όφειλε να περιέλθει σε δικαστικό λειτουργό, δηλαδή σε μέλος του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, αντί του Διοι­κητή μεγάλης στρατιωτικής μονάδας ή του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, στους οποίους ανήκε μέχρι τότε.